αντι- (anti-) + ασφυξιογόνος (asfyxiogónos, “asphyxiating”)
αντιασφυξιογόνος • (antiasfyxiogónos) m (feminine αντιασφυξιογόνη, neuter αντιασφυξιογόνο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αντιασφυξιογόνος • | αντιασφυξιογόνος • / αντιασφυξιογόνα • | αντιασφυξιογόνο • | αντιασφυξιογόνοι • | αντιασφυξιογόνοι • / αντιασφυξιογόνες • | αντιασφυξιογόνα • |
genitive | αντιασφυξιογόνου • | αντιασφυξιογόνου • / αντιασφυξιογόνας • | αντιασφυξιογόνου • | αντιασφυξιογόνων • | αντιασφυξιογόνων • | αντιασφυξιογόνων • |
accusative | αντιασφυξιογόνο • | αντιασφυξιογόνο • / αντιασφυξιογόνα • | αντιασφυξιογόνο • | αντιασφυξιογόνους • | αντιασφυξιογόνους • / αντιασφυξιογόνες • | αντιασφυξιογόνα • |
vocative | αντιασφυξιογόνε • | αντιασφυξιογόνε • / αντιασφυξιογόνα • | αντιασφυξιογόνο • | αντιασφυξιογόνοι • | αντιασφυξιογόνοι • / αντιασφυξιογόνες • | αντιασφυξιογόνα • |