αντιαφροδισιακός • (antiafrodisiakós) m (feminine αντιαφροδισιακή, neuter αντιαφροδισιακό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αντιαφροδισιακός • | αντιαφροδισιακή • | αντιαφροδισιακό • | αντιαφροδισιακοί • | αντιαφροδισιακές • | αντιαφροδισιακά • |
genitive | αντιαφροδισιακού • | αντιαφροδισιακής • | αντιαφροδισιακού • | αντιαφροδισιακών • | αντιαφροδισιακών • | αντιαφροδισιακών • |
accusative | αντιαφροδισιακό • | αντιαφροδισιακή • | αντιαφροδισιακό • | αντιαφροδισιακούς • | αντιαφροδισιακές • | αντιαφροδισιακά • |
vocative | αντιαφροδισιακέ • | αντιαφροδισιακή • | αντιαφροδισιακό • | αντιαφροδισιακοί • | αντιαφροδισιακές • | αντιαφροδισιακά • |