αντι- (anti-) + βασιλικός (vasilikós, “kingly”)
αντιβασιλικός • (antivasilikós) m (feminine αντιβασιλική, neuter αντιβασιλικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αντιβασιλικός • | αντιβασιλική • | αντιβασιλικό • | αντιβασιλικοί • | αντιβασιλικές • | αντιβασιλικά • |
genitive | αντιβασιλικού • | αντιβασιλικής • | αντιβασιλικού • | αντιβασιλικών • | αντιβασιλικών • | αντιβασιλικών • |
accusative | αντιβασιλικό • | αντιβασιλική • | αντιβασιλικό • | αντιβασιλικούς • | αντιβασιλικές • | αντιβασιλικά • |
vocative | αντιβασιλικέ • | αντιβασιλική • | αντιβασιλικό • | αντιβασιλικοί • | αντιβασιλικές • | αντιβασιλικά • |