αντιγραμματικός • (antigrammatikós) m (feminine αντιγραμματική, neuter αντιγραμματικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αντιγραμματικός (antigrammatikós) | αντιγραμματική (antigrammatikí) | αντιγραμματικό (antigrammatikó) | αντιγραμματικοί (antigrammatikoí) | αντιγραμματικές (antigrammatikés) | αντιγραμματικά (antigrammatiká) | |
genitive | αντιγραμματικού (antigrammatikoú) | αντιγραμματικής (antigrammatikís) | αντιγραμματικού (antigrammatikoú) | αντιγραμματικών (antigrammatikón) | αντιγραμματικών (antigrammatikón) | αντιγραμματικών (antigrammatikón) | |
accusative | αντιγραμματικό (antigrammatikó) | αντιγραμματική (antigrammatikí) | αντιγραμματικό (antigrammatikó) | αντιγραμματικούς (antigrammatikoús) | αντιγραμματικές (antigrammatikés) | αντιγραμματικά (antigrammatiká) | |
vocative | αντιγραμματικέ (antigrammatiké) | αντιγραμματική (antigrammatikí) | αντιγραμματικό (antigrammatikó) | αντιγραμματικοί (antigrammatikoí) | αντιγραμματικές (antigrammatikés) | αντιγραμματικά (antigrammatiká) |