αντιγραφέας • (antigraféas) m or f (plural αντιγραφείς)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντιγραφέας (antigraféas) | αντιγραφείς (antigrafeís) |
genitive | αντιγραφέα (antigraféa) αντιγραφέως (antigraféos) |
αντιγραφέων (antigraféon) |
accusative | αντιγραφέα (antigraféa) | αντιγραφείς (antigrafeís) |
vocative | αντιγραφέα (antigraféa) | αντιγραφείς (antigrafeís) |
The second genitive singular is formal (ancient), and suitable for the feminine gender.