αντιδογματικός • (antidogmatikós) m (feminine αντιδογματική, neuter αντιδογματικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αντιδογματικός (antidogmatikós) | αντιδογματική (antidogmatikí) | αντιδογματικό (antidogmatikó) | αντιδογματικοί (antidogmatikoí) | αντιδογματικές (antidogmatikés) | αντιδογματικά (antidogmatiká) | |
genitive | αντιδογματικού (antidogmatikoú) | αντιδογματικής (antidogmatikís) | αντιδογματικού (antidogmatikoú) | αντιδογματικών (antidogmatikón) | αντιδογματικών (antidogmatikón) | αντιδογματικών (antidogmatikón) | |
accusative | αντιδογματικό (antidogmatikó) | αντιδογματική (antidogmatikí) | αντιδογματικό (antidogmatikó) | αντιδογματικούς (antidogmatikoús) | αντιδογματικές (antidogmatikés) | αντιδογματικά (antidogmatiká) | |
vocative | αντιδογματικέ (antidogmatiké) | αντιδογματική (antidogmatikí) | αντιδογματικό (antidogmatikó) | αντιδογματικοί (antidogmatikoí) | αντιδογματικές (antidogmatikés) | αντιδογματικά (antidogmatiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντιδογματικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντιδογματικός, etc.)