αντιδονητικός • (antidonitikós) m (feminine αντιδονητική, neuter αντιδονητικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αντιδονητικός • | αντιδονητική • | αντιδονητικό • | αντιδονητικοί • | αντιδονητικές • | αντιδονητικά • |
genitive | αντιδονητικού • | αντιδονητικής • | αντιδονητικού • | αντιδονητικών • | αντιδονητικών • | αντιδονητικών • |
accusative | αντιδονητικό • | αντιδονητική • | αντιδονητικό • | αντιδονητικούς • | αντιδονητικές • | αντιδονητικά • |
vocative | αντιδονητικέ • | αντιδονητική • | αντιδονητικό • | αντιδονητικοί • | αντιδονητικές • | αντιδονητικά • |