αντιεκκλησιαστικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αντιεκκλησιαστικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αντιεκκλησιαστικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αντιεκκλησιαστικός in singular and plural. Everything you need to know about the word αντιεκκλησιαστικός you have here. The definition of the word αντιεκκλησιαστικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαντιεκκλησιαστικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Alternative forms

Adjective

αντιεκκλησιαστικός (antiekklisiastikósm (feminine αντιεκκλησιαστική, neuter αντιεκκλησιαστικό)

  1. (politics) antichurch, antiecclesiastical
    Antonym: εκκλησιαστικός (ekklisiastikós)

Declension

Declension of αντιεκκλησιαστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντιεκκλησιαστικός (antiekklisiastikós) αντιεκκλησιαστική (antiekklisiastikí) αντιεκκλησιαστικό (antiekklisiastikó) αντιεκκλησιαστικοί (antiekklisiastikoí) αντιεκκλησιαστικές (antiekklisiastikés) αντιεκκλησιαστικά (antiekklisiastiká)
genitive αντιεκκλησιαστικού (antiekklisiastikoú) αντιεκκλησιαστικής (antiekklisiastikís) αντιεκκλησιαστικού (antiekklisiastikoú) αντιεκκλησιαστικών (antiekklisiastikón) αντιεκκλησιαστικών (antiekklisiastikón) αντιεκκλησιαστικών (antiekklisiastikón)
accusative αντιεκκλησιαστικό (antiekklisiastikó) αντιεκκλησιαστική (antiekklisiastikí) αντιεκκλησιαστικό (antiekklisiastikó) αντιεκκλησιαστικούς (antiekklisiastikoús) αντιεκκλησιαστικές (antiekklisiastikés) αντιεκκλησιαστικά (antiekklisiastiká)
vocative αντιεκκλησιαστικέ (antiekklisiastiké) αντιεκκλησιαστική (antiekklisiastikí) αντιεκκλησιαστικό (antiekklisiastikó) αντιεκκλησιαστικοί (antiekklisiastikoí) αντιεκκλησιαστικές (antiekklisiastikés) αντιεκκλησιαστικά (antiekklisiastiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντιεκκλησιαστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντιεκκλησιαστικός, etc.)