αντιεπαγγελματικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αντιεπαγγελματικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αντιεπαγγελματικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αντιεπαγγελματικός in singular and plural. Everything you need to know about the word αντιεπαγγελματικός you have here. The definition of the word αντιεπαγγελματικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαντιεπαγγελματικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

αντιεπαγγελματικός (antiepangelmatikósm (feminine αντιεπαγγελματική, neuter αντιεπαγγελματικό)

  1. unethical, unprofessional, amateur
    Antonym: επαγγελματικός (epangelmatikós)

Declension

Declension of αντιεπαγγελματικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντιεπαγγελματικός (antiepangelmatikós) αντιεπαγγελματική (antiepangelmatikí) αντιεπαγγελματικό (antiepangelmatikó) αντιεπαγγελματικοί (antiepangelmatikoí) αντιεπαγγελματικές (antiepangelmatikés) αντιεπαγγελματικά (antiepangelmatiká)
genitive αντιεπαγγελματικού (antiepangelmatikoú) αντιεπαγγελματικής (antiepangelmatikís) αντιεπαγγελματικού (antiepangelmatikoú) αντιεπαγγελματικών (antiepangelmatikón) αντιεπαγγελματικών (antiepangelmatikón) αντιεπαγγελματικών (antiepangelmatikón)
accusative αντιεπαγγελματικό (antiepangelmatikó) αντιεπαγγελματική (antiepangelmatikí) αντιεπαγγελματικό (antiepangelmatikó) αντιεπαγγελματικούς (antiepangelmatikoús) αντιεπαγγελματικές (antiepangelmatikés) αντιεπαγγελματικά (antiepangelmatiká)
vocative αντιεπαγγελματικέ (antiepangelmatiké) αντιεπαγγελματική (antiepangelmatikí) αντιεπαγγελματικό (antiepangelmatikó) αντιεπαγγελματικοί (antiepangelmatikoí) αντιεπαγγελματικές (antiepangelmatikés) αντιεπαγγελματικά (antiepangelmatiká)