αντιθρησκευτικός • (antithriskeftikós) m (feminine αντιθρησκευτική, neuter αντιθρησκευτικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αντιθρησκευτικός (antithriskeftikós) | αντιθρησκευτική (antithriskeftikí) | αντιθρησκευτικό (antithriskeftikó) | αντιθρησκευτικοί (antithriskeftikoí) | αντιθρησκευτικές (antithriskeftikés) | αντιθρησκευτικά (antithriskeftiká) | |
genitive | αντιθρησκευτικού (antithriskeftikoú) | αντιθρησκευτικής (antithriskeftikís) | αντιθρησκευτικού (antithriskeftikoú) | αντιθρησκευτικών (antithriskeftikón) | αντιθρησκευτικών (antithriskeftikón) | αντιθρησκευτικών (antithriskeftikón) | |
accusative | αντιθρησκευτικό (antithriskeftikó) | αντιθρησκευτική (antithriskeftikí) | αντιθρησκευτικό (antithriskeftikó) | αντιθρησκευτικούς (antithriskeftikoús) | αντιθρησκευτικές (antithriskeftikés) | αντιθρησκευτικά (antithriskeftiká) | |
vocative | αντιθρησκευτικέ (antithriskeftiké) | αντιθρησκευτική (antithriskeftikí) | αντιθρησκευτικό (antithriskeftikó) | αντιθρησκευτικοί (antithriskeftikoí) | αντιθρησκευτικές (antithriskeftikés) | αντιθρησκευτικά (antithriskeftiká) |