αντικαταβάλλω (antikatavállo) + -η (-i), from Ancient Greek ἀντικαταβάλλω (antikatabállō), from ἀντι- (anti-) + καταβάλλω (katabállō). For the modern sense of "cash on delivery", calque of French contre remboursement.
αντικαταβολή • (antikatavolí) f (plural αντικαταβολές)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντικαταβολή (antikatavolí) | αντικαταβολές (antikatavolés) |
genitive | αντικαταβολής (antikatavolís) | αντικαταβολών (antikatavolón) |
accusative | αντικαταβολή (antikatavolí) | αντικαταβολές (antikatavolés) |
vocative | αντικαταβολή (antikatavolí) | αντικαταβολές (antikatavolés) |