αντικαταθλιπτικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αντικαταθλιπτικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αντικαταθλιπτικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αντικαταθλιπτικός in singular and plural. Everything you need to know about the word αντικαταθλιπτικός you have here. The definition of the word αντικαταθλιπτικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαντικαταθλιπτικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

αντικαταθλιπτικός (antikatathliptikósm (feminine αντικαταθλιπτική, neuter αντικαταθλιπτικό)

  1. (medicine, pharmacology) antidepressant

Declension

Declension of αντικαταθλιπτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντικαταθλιπτικός (antikatathliptikós) αντικαταθλιπτική (antikatathliptikí) αντικαταθλιπτικό (antikatathliptikó) αντικαταθλιπτικοί (antikatathliptikoí) αντικαταθλιπτικές (antikatathliptikés) αντικαταθλιπτικά (antikatathliptiká)
genitive αντικαταθλιπτικού (antikatathliptikoú) αντικαταθλιπτικής (antikatathliptikís) αντικαταθλιπτικού (antikatathliptikoú) αντικαταθλιπτικών (antikatathliptikón) αντικαταθλιπτικών (antikatathliptikón) αντικαταθλιπτικών (antikatathliptikón)
accusative αντικαταθλιπτικό (antikatathliptikó) αντικαταθλιπτική (antikatathliptikí) αντικαταθλιπτικό (antikatathliptikó) αντικαταθλιπτικούς (antikatathliptikoús) αντικαταθλιπτικές (antikatathliptikés) αντικαταθλιπτικά (antikatathliptiká)
vocative αντικαταθλιπτικέ (antikatathliptiké) αντικαταθλιπτική (antikatathliptikí) αντικαταθλιπτικό (antikatathliptikó) αντικαταθλιπτικοί (antikatathliptikoí) αντικαταθλιπτικές (antikatathliptikés) αντικαταθλιπτικά (antikatathliptiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντικαταθλιπτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντικαταθλιπτικός, etc.)