αντικαταστατός • (antikatastatós) m (feminine αντικαταστατή, neuter αντικαταστατό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αντικαταστατός (antikatastatós) | αντικαταστατή (antikatastatí) | αντικαταστατό (antikatastató) | αντικαταστατοί (antikatastatoí) | αντικαταστατές (antikatastatés) | αντικαταστατά (antikatastatá) | |
genitive | αντικαταστατού (antikatastatoú) | αντικαταστατής (antikatastatís) | αντικαταστατού (antikatastatoú) | αντικαταστατών (antikatastatón) | αντικαταστατών (antikatastatón) | αντικαταστατών (antikatastatón) | |
accusative | αντικαταστατό (antikatastató) | αντικαταστατή (antikatastatí) | αντικαταστατό (antikatastató) | αντικαταστατούς (antikatastatoús) | αντικαταστατές (antikatastatés) | αντικαταστατά (antikatastatá) | |
vocative | αντικαταστατέ (antikatastaté) | αντικαταστατή (antikatastatí) | αντικαταστατό (antikatastató) | αντικαταστατοί (antikatastatoí) | αντικαταστατές (antikatastatés) | αντικαταστατά (antikatastatá) |