Perfect participle of αντικατοπτρίζομαι (antikatoptrízomai), passive voice of αντικατοπτρίζω (antikatoptrízo, “I relfect”).
αντικατοπτρισμένος • (antikatoptrisménos) m (feminine αντικατοπτρισμένη, neuter αντικατοπτρισμένο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αντικατοπτρισμένος (antikatoptrisménos) | αντικατοπτρισμένη (antikatoptrisméni) | αντικατοπτρισμένο (antikatoptrisméno) | αντικατοπτρισμένοι (antikatoptrisménoi) | αντικατοπτρισμένες (antikatoptrisménes) | αντικατοπτρισμένα (antikatoptrisména) | |
genitive | αντικατοπτρισμένου (antikatoptrisménou) | αντικατοπτρισμένης (antikatoptrisménis) | αντικατοπτρισμένου (antikatoptrisménou) | αντικατοπτρισμένων (antikatoptrisménon) | αντικατοπτρισμένων (antikatoptrisménon) | αντικατοπτρισμένων (antikatoptrisménon) | |
accusative | αντικατοπτρισμένο (antikatoptrisméno) | αντικατοπτρισμένη (antikatoptrisméni) | αντικατοπτρισμένο (antikatoptrisméno) | αντικατοπτρισμένους (antikatoptrisménous) | αντικατοπτρισμένες (antikatoptrisménes) | αντικατοπτρισμένα (antikatoptrisména) | |
vocative | αντικατοπτρισμένε (antikatoptrisméne) | αντικατοπτρισμένη (antikatoptrisméni) | αντικατοπτρισμένο (antikatoptrisméno) | αντικατοπτρισμένοι (antikatoptrisménoi) | αντικατοπτρισμένες (antikatoptrisménes) | αντικατοπτρισμένα (antikatoptrisména) |