αντι- (anti-) + κλέπτ(ης) (klépt(is)) (κλέφτης (kléftis)) + -ικός (-ikós). Calque of French antivol.
αντικλεπτικός • (antikleptikós) m (feminine αντικλεπτική, neuter αντικλεπτικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αντικλεπτικός (antikleptikós) | αντικλεπτική (antikleptikí) | αντικλεπτικό (antikleptikó) | αντικλεπτικοί (antikleptikoí) | αντικλεπτικές (antikleptikés) | αντικλεπτικά (antikleptiká) | |
genitive | αντικλεπτικού (antikleptikoú) | αντικλεπτικής (antikleptikís) | αντικλεπτικού (antikleptikoú) | αντικλεπτικών (antikleptikón) | αντικλεπτικών (antikleptikón) | αντικλεπτικών (antikleptikón) | |
accusative | αντικλεπτικό (antikleptikó) | αντικλεπτική (antikleptikí) | αντικλεπτικό (antikleptikó) | αντικλεπτικούς (antikleptikoús) | αντικλεπτικές (antikleptikés) | αντικλεπτικά (antikleptiká) | |
vocative | αντικλεπτικέ (antikleptiké) | αντικλεπτική (antikleptikí) | αντικλεπτικό (antikleptikó) | αντικλεπτικοί (antikleptikoí) | αντικλεπτικές (antikleptikés) | αντικλεπτικά (antikleptiká) |