αντικοινοβουλευτικός • (antikoinovouleftikós) m (feminine αντικοινοβουλευτική, neuter αντικοινοβουλευτικό)
¨
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αντικοινοβουλευτικός (antikoinovouleftikós) | αντικοινοβουλευτική (antikoinovouleftikí) | αντικοινοβουλευτικό (antikoinovouleftikó) | αντικοινοβουλευτικοί (antikoinovouleftikoí) | αντικοινοβουλευτικές (antikoinovouleftikés) | αντικοινοβουλευτικά (antikoinovouleftiká) | |
genitive | αντικοινοβουλευτικού (antikoinovouleftikoú) | αντικοινοβουλευτικής (antikoinovouleftikís) | αντικοινοβουλευτικού (antikoinovouleftikoú) | αντικοινοβουλευτικών (antikoinovouleftikón) | αντικοινοβουλευτικών (antikoinovouleftikón) | αντικοινοβουλευτικών (antikoinovouleftikón) | |
accusative | αντικοινοβουλευτικό (antikoinovouleftikó) | αντικοινοβουλευτική (antikoinovouleftikí) | αντικοινοβουλευτικό (antikoinovouleftikó) | αντικοινοβουλευτικούς (antikoinovouleftikoús) | αντικοινοβουλευτικές (antikoinovouleftikés) | αντικοινοβουλευτικά (antikoinovouleftiká) | |
vocative | αντικοινοβουλευτικέ (antikoinovouleftiké) | αντικοινοβουλευτική (antikoinovouleftikí) | αντικοινοβουλευτικό (antikoinovouleftikó) | αντικοινοβουλευτικοί (antikoinovouleftikoí) | αντικοινοβουλευτικές (antikoinovouleftikés) | αντικοινοβουλευτικά (antikoinovouleftiká) |