αντικομουνίστρια • (antikomounístria) f (plural αντικομουνίστριες, masculine αντικομουνιστής)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντικομουνίστρια (antikomounístria) | αντικομουνίστριες (antikomounístries) |
genitive | αντικομουνίστριας (antikomounístrias) | αντικομουνιστριών (antikomounistrión) |
accusative | αντικομουνίστρια (antikomounístria) | αντικομουνίστριες (antikomounístries) |
vocative | αντικομουνίστρια (antikomounístria) | αντικομουνίστριες (antikomounístries) |