αντικριστός • (antikristós) m (feminine αντικριστή, neuter αντικριστό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αντικριστός (antikristós) | αντικριστή (antikristí) | αντικριστό (antikristó) | αντικριστοί (antikristoí) | αντικριστές (antikristés) | αντικριστά (antikristá) | |
genitive | αντικριστού (antikristoú) | αντικριστής (antikristís) | αντικριστού (antikristoú) | αντικριστών (antikristón) | αντικριστών (antikristón) | αντικριστών (antikristón) | |
accusative | αντικριστό (antikristó) | αντικριστή (antikristí) | αντικριστό (antikristó) | αντικριστούς (antikristoús) | αντικριστές (antikristés) | αντικριστά (antikristá) | |
vocative | αντικριστέ (antikristé) | αντικριστή (antikristí) | αντικριστό (antikristó) | αντικριστοί (antikristoí) | αντικριστές (antikristés) | αντικριστά (antikristá) |