αντιμαχόμενος • (antimachómenos) m (feminine αντιμαχόμενη, neuter αντιμαχόμενο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αντιμαχόμενος (antimachómenos) | αντιμαχόμενη (antimachómeni) | αντιμαχόμενο (antimachómeno) | αντιμαχόμενοι (antimachómenoi) | αντιμαχόμενες (antimachómenes) | αντιμαχόμενα (antimachómena) | |
genitive | αντιμαχόμενου (antimachómenou) | αντιμαχόμενης (antimachómenis) | αντιμαχόμενου (antimachómenou) | αντιμαχόμενων (antimachómenon) | αντιμαχόμενων (antimachómenon) | αντιμαχόμενων (antimachómenon) | |
accusative | αντιμαχόμενο (antimachómeno) | αντιμαχόμενη (antimachómeni) | αντιμαχόμενο (antimachómeno) | αντιμαχόμενους (antimachómenous) | αντιμαχόμενες (antimachómenes) | αντιμαχόμενα (antimachómena) | |
vocative | αντιμαχόμενε (antimachómene) | αντιμαχόμενη (antimachómeni) | αντιμαχόμενο (antimachómeno) | αντιμαχόμενοι (antimachómenoi) | αντιμαχόμενες (antimachómenes) | αντιμαχόμενα (antimachómena) |