αντιμετώπιση • (antimetópisi) f (plural αντιμετωπίσεις)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντιμετώπιση (antimetópisi) | αντιμετωπίσεις (antimetopíseis) |
genitive | αντιμετώπισης (antimetópisis) | αντιμετωπίσεων (antimetopíseon) |
accusative | αντιμετώπιση (antimetópisi) | αντιμετωπίσεις (antimetopíseis) |
vocative | αντιμετώπιση (antimetópisi) | αντιμετωπίσεις (antimetopíseis) |
Older or formal genitive singular: αντιμετωπίσεως (antimetopíseos)