αντιμιλιταρίστρια • (antimilitarístria) f (plural αντιμιλιταρίστριες, masculine αντιμιλιταριστής)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντιμιλιταρίστρια (antimilitarístria) | αντιμιλιταρίστριες (antimilitarístries) |
genitive | αντιμιλιταρίστριας (antimilitarístrias) | αντιμιλιταριστριών (antimilitaristrión) |
accusative | αντιμιλιταρίστρια (antimilitarístria) | αντιμιλιταρίστριες (antimilitarístries) |
vocative | αντιμιλιταρίστρια (antimilitarístria) | αντιμιλιταρίστριες (antimilitarístries) |