αντιμονοπωλιακός • (antimonopoliakós) m (feminine αντιμονοπωλιακή, neuter αντιμονοπωλιακό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αντιμονοπωλιακός (antimonopoliakós) | αντιμονοπωλιακή (antimonopoliakí) | αντιμονοπωλιακό (antimonopoliakó) | αντιμονοπωλιακοί (antimonopoliakoí) | αντιμονοπωλιακές (antimonopoliakés) | αντιμονοπωλιακά (antimonopoliaká) | |
genitive | αντιμονοπωλιακού (antimonopoliakoú) | αντιμονοπωλιακής (antimonopoliakís) | αντιμονοπωλιακού (antimonopoliakoú) | αντιμονοπωλιακών (antimonopoliakón) | αντιμονοπωλιακών (antimonopoliakón) | αντιμονοπωλιακών (antimonopoliakón) | |
accusative | αντιμονοπωλιακό (antimonopoliakó) | αντιμονοπωλιακή (antimonopoliakí) | αντιμονοπωλιακό (antimonopoliakó) | αντιμονοπωλιακούς (antimonopoliakoús) | αντιμονοπωλιακές (antimonopoliakés) | αντιμονοπωλιακά (antimonopoliaká) | |
vocative | αντιμονοπωλιακέ (antimonopoliaké) | αντιμονοπωλιακή (antimonopoliakí) | αντιμονοπωλιακό (antimonopoliakó) | αντιμονοπωλιακοί (antimonopoliakoí) | αντιμονοπωλιακές (antimonopoliakés) | αντιμονοπωλιακά (antimonopoliaká) |