αντιμονοπωλιακός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αντιμονοπωλιακός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αντιμονοπωλιακός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αντιμονοπωλιακός in singular and plural. Everything you need to know about the word αντιμονοπωλιακός you have here. The definition of the word αντιμονοπωλιακός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαντιμονοπωλιακός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

αντιμονοπωλιακός (antimonopoliakósm (feminine αντιμονοπωλιακή, neuter αντιμονοπωλιακό)

  1. (business) antimonopolistic, antimonopoly; antitrust (US)
    Synonym: αντιτράστ (antitrást)

Declension

Declension of αντιμονοπωλιακός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντιμονοπωλιακός (antimonopoliakós) αντιμονοπωλιακή (antimonopoliakí) αντιμονοπωλιακό (antimonopoliakó) αντιμονοπωλιακοί (antimonopoliakoí) αντιμονοπωλιακές (antimonopoliakés) αντιμονοπωλιακά (antimonopoliaká)
genitive αντιμονοπωλιακού (antimonopoliakoú) αντιμονοπωλιακής (antimonopoliakís) αντιμονοπωλιακού (antimonopoliakoú) αντιμονοπωλιακών (antimonopoliakón) αντιμονοπωλιακών (antimonopoliakón) αντιμονοπωλιακών (antimonopoliakón)
accusative αντιμονοπωλιακό (antimonopoliakó) αντιμονοπωλιακή (antimonopoliakí) αντιμονοπωλιακό (antimonopoliakó) αντιμονοπωλιακούς (antimonopoliakoús) αντιμονοπωλιακές (antimonopoliakés) αντιμονοπωλιακά (antimonopoliaká)
vocative αντιμονοπωλιακέ (antimonopoliaké) αντιμονοπωλιακή (antimonopoliakí) αντιμονοπωλιακό (antimonopoliakó) αντιμονοπωλιακοί (antimonopoliakoí) αντιμονοπωλιακές (antimonopoliakés) αντιμονοπωλιακά (antimonopoliaká)

Further reading