αντινεφικός • (antinefikós) m (feminine αντινεφική, neuter αντινεφικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αντινεφικός (antinefikós) | αντινεφική (antinefikí) | αντινεφικό (antinefikó) | αντινεφικοί (antinefikoí) | αντινεφικές (antinefikés) | αντινεφικά (antinefiká) | |
genitive | αντινεφικού (antinefikoú) | αντινεφικής (antinefikís) | αντινεφικού (antinefikoú) | αντινεφικών (antinefikón) | αντινεφικών (antinefikón) | αντινεφικών (antinefikón) | |
accusative | αντινεφικό (antinefikó) | αντινεφική (antinefikí) | αντινεφικό (antinefikó) | αντινεφικούς (antinefikoús) | αντινεφικές (antinefikés) | αντινεφικά (antinefiká) | |
vocative | αντινεφικέ (antinefiké) | αντινεφική (antinefikí) | αντινεφικό (antinefikó) | αντινεφικοί (antinefikoí) | αντινεφικές (antinefikés) | αντινεφικά (antinefiká) |