αντιοικονομικός • (antioikonomikós) m (feminine αντιοικονομική, neuter αντιοικονομικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αντιοικονομικός (antioikonomikós) | αντιοικονομική (antioikonomikí) | αντιοικονομικό (antioikonomikó) | αντιοικονομικοί (antioikonomikoí) | αντιοικονομικές (antioikonomikés) | αντιοικονομικά (antioikonomiká) | |
genitive | αντιοικονομικού (antioikonomikoú) | αντιοικονομικής (antioikonomikís) | αντιοικονομικού (antioikonomikoú) | αντιοικονομικών (antioikonomikón) | αντιοικονομικών (antioikonomikón) | αντιοικονομικών (antioikonomikón) | |
accusative | αντιοικονομικό (antioikonomikó) | αντιοικονομική (antioikonomikí) | αντιοικονομικό (antioikonomikó) | αντιοικονομικούς (antioikonomikoús) | αντιοικονομικές (antioikonomikés) | αντιοικονομικά (antioikonomiká) | |
vocative | αντιοικονομικέ (antioikonomiké) | αντιοικονομική (antioikonomikí) | αντιοικονομικό (antioikonomikó) | αντιοικονομικοί (antioikonomikoí) | αντιοικονομικές (antioikonomikés) | αντιοικονομικά (antioikonomiká) |