αντιπατριωτισμός • (antipatriotismós) m (plural αντιπατριωτισμοί)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντιπατριωτισμός (antipatriotismós) | αντιπατριωτισμοί (antipatriotismoí) |
genitive | αντιπατριωτισμού (antipatriotismoú) | αντιπατριωτισμών (antipatriotismón) |
accusative | αντιπατριωτισμό (antipatriotismó) | αντιπατριωτισμούς (antipatriotismoús) |
vocative | αντιπατριωτισμέ (antipatriotismé) | αντιπατριωτισμοί (antipatriotismoí) |