αντι- (anti-, “anti-”) + παχυντικός (pachyntikós, “fattening”), a calque of English non-fattening.
αντιπαχυντικός • (antipachyntikós) m (feminine αντιπαχυντική, neuter αντιπαχυντικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αντιπαχυντικός (antipachyntikós) | αντιπαχυντική (antipachyntikí) | αντιπαχυντικό (antipachyntikó) | αντιπαχυντικοί (antipachyntikoí) | αντιπαχυντικές (antipachyntikés) | αντιπαχυντικά (antipachyntiká) | |
genitive | αντιπαχυντικού (antipachyntikoú) | αντιπαχυντικής (antipachyntikís) | αντιπαχυντικού (antipachyntikoú) | αντιπαχυντικών (antipachyntikón) | αντιπαχυντικών (antipachyntikón) | αντιπαχυντικών (antipachyntikón) | |
accusative | αντιπαχυντικό (antipachyntikó) | αντιπαχυντική (antipachyntikí) | αντιπαχυντικό (antipachyntikó) | αντιπαχυντικούς (antipachyntikoús) | αντιπαχυντικές (antipachyntikés) | αντιπαχυντικά (antipachyntiká) | |
vocative | αντιπαχυντικέ (antipachyntiké) | αντιπαχυντική (antipachyntikí) | αντιπαχυντικό (antipachyntikó) | αντιπαχυντικοί (antipachyntikoí) | αντιπαχυντικές (antipachyntikés) | αντιπαχυντικά (antipachyntiká) |