αντιπολεμικός • (antipolemikós) m (feminine αντιπολεμική, neuter αντιπολεμικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αντιπολεμικός (antipolemikós) | αντιπολεμική (antipolemikí) | αντιπολεμικό (antipolemikó) | αντιπολεμικοί (antipolemikoí) | αντιπολεμικές (antipolemikés) | αντιπολεμικά (antipolemiká) | |
genitive | αντιπολεμικού (antipolemikoú) | αντιπολεμικής (antipolemikís) | αντιπολεμικού (antipolemikoú) | αντιπολεμικών (antipolemikón) | αντιπολεμικών (antipolemikón) | αντιπολεμικών (antipolemikón) | |
accusative | αντιπολεμικό (antipolemikó) | αντιπολεμική (antipolemikí) | αντιπολεμικό (antipolemikó) | αντιπολεμικούς (antipolemikoús) | αντιπολεμικές (antipolemikés) | αντιπολεμικά (antipolemiká) | |
vocative | αντιπολεμικέ (antipolemiké) | αντιπολεμική (antipolemikí) | αντιπολεμικό (antipolemikó) | αντιπολεμικοί (antipolemikoí) | αντιπολεμικές (antipolemikés) | αντιπολεμικά (antipolemiká) |