αντιπυρετικός • (antipyretikós) m (feminine αντιπυρετική, neuter αντιπυρετικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αντιπυρετικός (antipyretikós) | αντιπυρετική (antipyretikí) | αντιπυρετικό (antipyretikó) | αντιπυρετικοί (antipyretikoí) | αντιπυρετικές (antipyretikés) | αντιπυρετικά (antipyretiká) | |
genitive | αντιπυρετικού (antipyretikoú) | αντιπυρετικής (antipyretikís) | αντιπυρετικού (antipyretikoú) | αντιπυρετικών (antipyretikón) | αντιπυρετικών (antipyretikón) | αντιπυρετικών (antipyretikón) | |
accusative | αντιπυρετικό (antipyretikó) | αντιπυρετική (antipyretikí) | αντιπυρετικό (antipyretikó) | αντιπυρετικούς (antipyretikoús) | αντιπυρετικές (antipyretikés) | αντιπυρετικά (antipyretiká) | |
vocative | αντιπυρετικέ (antipyretiké) | αντιπυρετική (antipyretikí) | αντιπυρετικό (antipyretikó) | αντιπυρετικοί (antipyretikoí) | αντιπυρετικές (antipyretikés) | αντιπυρετικά (antipyretiká) |