αντιπυρετικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αντιπυρετικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αντιπυρετικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αντιπυρετικός in singular and plural. Everything you need to know about the word αντιπυρετικός you have here. The definition of the word αντιπυρετικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαντιπυρετικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

αντιπυρετικός (antipyretikósm (feminine αντιπυρετική, neuter αντιπυρετικό)

  1. (medicine, pharmacology) antipyretic

Declension

Declension of αντιπυρετικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντιπυρετικός (antipyretikós) αντιπυρετική (antipyretikí) αντιπυρετικό (antipyretikó) αντιπυρετικοί (antipyretikoí) αντιπυρετικές (antipyretikés) αντιπυρετικά (antipyretiká)
genitive αντιπυρετικού (antipyretikoú) αντιπυρετικής (antipyretikís) αντιπυρετικού (antipyretikoú) αντιπυρετικών (antipyretikón) αντιπυρετικών (antipyretikón) αντιπυρετικών (antipyretikón)
accusative αντιπυρετικό (antipyretikó) αντιπυρετική (antipyretikí) αντιπυρετικό (antipyretikó) αντιπυρετικούς (antipyretikoús) αντιπυρετικές (antipyretikés) αντιπυρετικά (antipyretiká)
vocative αντιπυρετικέ (antipyretiké) αντιπυρετική (antipyretikí) αντιπυρετικό (antipyretikó) αντιπυρετικοί (antipyretikoí) αντιπυρετικές (antipyretikés) αντιπυρετικά (antipyretiká)