αντι- (anti-) + ρευματικός (revmatikós)
αντιρευματικός • (antirevmatikós) m (feminine αντιρευματική, neuter αντιρευματικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αντιρευματικός (antirevmatikós) | αντιρευματική (antirevmatikí) | αντιρευματικό (antirevmatikó) | αντιρευματικοί (antirevmatikoí) | αντιρευματικές (antirevmatikés) | αντιρευματικά (antirevmatiká) | |
genitive | αντιρευματικού (antirevmatikoú) | αντιρευματικής (antirevmatikís) | αντιρευματικού (antirevmatikoú) | αντιρευματικών (antirevmatikón) | αντιρευματικών (antirevmatikón) | αντιρευματικών (antirevmatikón) | |
accusative | αντιρευματικό (antirevmatikó) | αντιρευματική (antirevmatikí) | αντιρευματικό (antirevmatikó) | αντιρευματικούς (antirevmatikoús) | αντιρευματικές (antirevmatikés) | αντιρευματικά (antirevmatiká) | |
vocative | αντιρευματικέ (antirevmatiké) | αντιρευματική (antirevmatikí) | αντιρευματικό (antirevmatikó) | αντιρευματικοί (antirevmatikoí) | αντιρευματικές (antirevmatikés) | αντιρευματικά (antirevmatiká) |