αντισκορβουτικός • (antiskorvoutikós) m (feminine αντισκορβουτική, neuter αντισκορβουτικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αντισκορβουτικός (antiskorvoutikós) | αντισκορβουτική (antiskorvoutikí) | αντισκορβουτικό (antiskorvoutikó) | αντισκορβουτικοί (antiskorvoutikoí) | αντισκορβουτικές (antiskorvoutikés) | αντισκορβουτικά (antiskorvoutiká) | |
genitive | αντισκορβουτικού (antiskorvoutikoú) | αντισκορβουτικής (antiskorvoutikís) | αντισκορβουτικού (antiskorvoutikoú) | αντισκορβουτικών (antiskorvoutikón) | αντισκορβουτικών (antiskorvoutikón) | αντισκορβουτικών (antiskorvoutikón) | |
accusative | αντισκορβουτικό (antiskorvoutikó) | αντισκορβουτική (antiskorvoutikí) | αντισκορβουτικό (antiskorvoutikó) | αντισκορβουτικούς (antiskorvoutikoús) | αντισκορβουτικές (antiskorvoutikés) | αντισκορβουτικά (antiskorvoutiká) | |
vocative | αντισκορβουτικέ (antiskorvoutiké) | αντισκορβουτική (antiskorvoutikí) | αντισκορβουτικό (antiskorvoutikó) | αντισκορβουτικοί (antiskorvoutikoí) | αντισκορβουτικές (antiskorvoutikés) | αντισκορβουτικά (antiskorvoutiká) |