αντισμήναρχος • (antismínarchos) m or f (plural αντισμήναρχοι)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντισμήναρχος (antismínarchos) | αντισμήναρχοι (antismínarchoi) |
genitive | αντισμήναρχου (antismínarchou) αντισμηνάρχου (antisminárchou) |
αντισμήναρχων (antismínarchon) αντισμηνάρχων (antisminárchon) |
accusative | αντισμήναρχο (antismínarcho) | αντισμήναρχους (antismínarchous) αντισμηνάρχους (antisminárchous) |
vocative | αντισμήναρχε (antismínarche) | αντισμήναρχοι (antismínarchoi) |
Second forms are formal.