αντι- (anti-) + σοβιετικός (sovietikós)
αντισοβιετικός • (antisovietikós) m (feminine αντισοβιετική, neuter αντισοβιετικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αντισοβιετικός (antisovietikós) | αντισοβιετική (antisovietikí) | αντισοβιετικό (antisovietikó) | αντισοβιετικοί (antisovietikoí) | αντισοβιετικές (antisovietikés) | αντισοβιετικά (antisovietiká) | |
genitive | αντισοβιετικού (antisovietikoú) | αντισοβιετικής (antisovietikís) | αντισοβιετικού (antisovietikoú) | αντισοβιετικών (antisovietikón) | αντισοβιετικών (antisovietikón) | αντισοβιετικών (antisovietikón) | |
accusative | αντισοβιετικό (antisovietikó) | αντισοβιετική (antisovietikí) | αντισοβιετικό (antisovietikó) | αντισοβιετικούς (antisovietikoús) | αντισοβιετικές (antisovietikés) | αντισοβιετικά (antisovietiká) | |
vocative | αντισοβιετικέ (antisovietiké) | αντισοβιετική (antisovietikí) | αντισοβιετικό (antisovietikó) | αντισοβιετικοί (antisovietikoí) | αντισοβιετικές (antisovietikés) | αντισοβιετικά (antisovietiká) |