αντιφασίστρια • (antifasístria) f (plural αντιφασίστριες, masculine αντιφασίστας)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντιφασίστρια (antifasístria) | αντιφασίστριες (antifasístries) |
genitive | αντιφασίστριας (antifasístrias) | αντιφασιστριών (antifasistrión) |
accusative | αντιφασίστρια (antifasístria) | αντιφασίστριες (antifasístries) |
vocative | αντιφασίστρια (antifasístria) | αντιφασίστριες (antifasístries) |