αντιφεμινίστρια • (antifeminístria) f (plural αντιφεμινίστριες, masculine αντιφεμινιστής)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντιφεμινίστρια (antifeminístria) | αντιφεμινίστριες (antifeminístries) |
genitive | αντιφεμινίστριας (antifeminístrias) | αντιφεμινιστριών (antifeministrión) |
accusative | αντιφεμινίστρια (antifeminístria) | αντιφεμινίστριες (antifeminístries) |
vocative | αντιφεμινίστρια (antifeminístria) | αντιφεμινίστριες (antifeminístries) |