αντλητικός • (antlitikós) m (feminine αντλητική, neuter αντλητικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αντλητικός (antlitikós) | αντλητική (antlitikí) | αντλητικό (antlitikó) | αντλητικοί (antlitikoí) | αντλητικές (antlitikés) | αντλητικά (antlitiká) | |
genitive | αντλητικού (antlitikoú) | αντλητικής (antlitikís) | αντλητικού (antlitikoú) | αντλητικών (antlitikón) | αντλητικών (antlitikón) | αντλητικών (antlitikón) | |
accusative | αντλητικό (antlitikó) | αντλητική (antlitikí) | αντλητικό (antlitikó) | αντλητικούς (antlitikoús) | αντλητικές (antlitikés) | αντλητικά (antlitiká) | |
vocative | αντλητικέ (antlitiké) | αντλητική (antlitikí) | αντλητικό (antlitikó) | αντλητικοί (antlitikoí) | αντλητικές (antlitikés) | αντλητικά (antlitiká) |