αντλητικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αντλητικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αντλητικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αντλητικός in singular and plural. Everything you need to know about the word αντλητικός you have here. The definition of the word αντλητικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαντλητικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

αντλητικός (antlitikósm (feminine αντλητική, neuter αντλητικό)

  1. pumping, pump
    αυτόματο αντλητικό συγκρότημαaftómato antlitikó sygkrótimaautomatic pumping unit

Declension

Declension of αντλητικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντλητικός (antlitikós) αντλητική (antlitikí) αντλητικό (antlitikó) αντλητικοί (antlitikoí) αντλητικές (antlitikés) αντλητικά (antlitiká)
genitive αντλητικού (antlitikoú) αντλητικής (antlitikís) αντλητικού (antlitikoú) αντλητικών (antlitikón) αντλητικών (antlitikón) αντλητικών (antlitikón)
accusative αντλητικό (antlitikó) αντλητική (antlitikí) αντλητικό (antlitikó) αντλητικούς (antlitikoús) αντλητικές (antlitikés) αντλητικά (antlitiká)
vocative αντλητικέ (antlitiké) αντλητική (antlitikí) αντλητικό (antlitikó) αντλητικοί (antlitikoí) αντλητικές (antlitikés) αντλητικά (antlitiká)
  • see: αντλώ (antló, to pump; to conclude)