αντρειωμένος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αντρειωμένος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αντρειωμένος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αντρειωμένος in singular and plural. Everything you need to know about the word αντρειωμένος you have here. The definition of the word αντρειωμένος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαντρειωμένος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Alternative forms

Adjective

αντρειωμένος (antreioménosm (feminine αντρειωμένη, neuter αντρειωμένο)

  1. brave, courageous, valorous, gallant

Declension

Declension of αντρειωμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντρειωμένος (antreioménos) αντρειωμένη (antreioméni) αντρειωμένο (antreioméno) αντρειωμένοι (antreioménoi) αντρειωμένες (antreioménes) αντρειωμένα (antreioména)
genitive αντρειωμένου (antreioménou) αντρειωμένης (antreioménis) αντρειωμένου (antreioménou) αντρειωμένων (antreioménon) αντρειωμένων (antreioménon) αντρειωμένων (antreioménon)
accusative αντρειωμένο (antreioméno) αντρειωμένη (antreioméni) αντρειωμένο (antreioméno) αντρειωμένους (antreioménous) αντρειωμένες (antreioménes) αντρειωμένα (antreioména)
vocative αντρειωμένε (antreioméne) αντρειωμένη (antreioméni) αντρειωμένο (antreioméno) αντρειωμένοι (antreioménoi) αντρειωμένες (antreioménes) αντρειωμένα (antreioména)