αντρειωμένος • (antreioménos) m (feminine αντρειωμένη, neuter αντρειωμένο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αντρειωμένος (antreioménos) | αντρειωμένη (antreioméni) | αντρειωμένο (antreioméno) | αντρειωμένοι (antreioménoi) | αντρειωμένες (antreioménes) | αντρειωμένα (antreioména) | |
genitive | αντρειωμένου (antreioménou) | αντρειωμένης (antreioménis) | αντρειωμένου (antreioménou) | αντρειωμένων (antreioménon) | αντρειωμένων (antreioménon) | αντρειωμένων (antreioménon) | |
accusative | αντρειωμένο (antreioméno) | αντρειωμένη (antreioméni) | αντρειωμένο (antreioméno) | αντρειωμένους (antreioménous) | αντρειωμένες (antreioménes) | αντρειωμένα (antreioména) | |
vocative | αντρειωμένε (antreioméne) | αντρειωμένη (antreioméni) | αντρειωμένο (antreioméno) | αντρειωμένοι (antreioménoi) | αντρειωμένες (antreioménes) | αντρειωμένα (antreioména) |