ανυπολόγιστος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word ανυπολόγιστος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word ανυπολόγιστος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say ανυπολόγιστος in singular and plural. Everything you need to know about the word ανυπολόγιστος you have here. The definition of the word ανυπολόγιστος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofανυπολόγιστος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

ανυπολόγιστος (anypológistosm (feminine ανυπολόγιστη, neuter ανυπολόγιστο)

  1. incalculable, inestimable, immeasurable
    Synonym: (immeasurable) απροσμέτρητος (aprosmétritos)

Declension

Declension of ανυπολόγιστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανυπολόγιστος (anypológistos) ανυπολόγιστη (anypológisti) ανυπολόγιστο (anypológisto) ανυπολόγιστοι (anypológistoi) ανυπολόγιστες (anypológistes) ανυπολόγιστα (anypológista)
genitive ανυπολόγιστου (anypológistou) ανυπολόγιστης (anypológistis) ανυπολόγιστου (anypológistou) ανυπολόγιστων (anypológiston) ανυπολόγιστων (anypológiston) ανυπολόγιστων (anypológiston)
accusative ανυπολόγιστο (anypológisto) ανυπολόγιστη (anypológisti) ανυπολόγιστο (anypológisto) ανυπολόγιστους (anypológistous) ανυπολόγιστες (anypológistes) ανυπολόγιστα (anypológista)
vocative ανυπολόγιστε (anypológiste) ανυπολόγιστη (anypológisti) ανυπολόγιστο (anypológisto) ανυπολόγιστοι (anypológistoi) ανυπολόγιστες (anypológistes) ανυπολόγιστα (anypológista)

Further reading