αξιο- (axio-, “worthy of”) + ζηλεύω (zilévo, “to be jealous”) + -τος (-tos). First attested 1871.
αξιοζήλευτος • (axiozíleftos) m (feminine αξιοζήλευτη, neuter αξιοζήλευτο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αξιοζήλευτος (axiozíleftos) | αξιοζήλευτη (axiozílefti) | αξιοζήλευτο (axiozílefto) | αξιοζήλευτοι (axiozíleftoi) | αξιοζήλευτες (axiozíleftes) | αξιοζήλευτα (axiozílefta) | |
genitive | αξιοζήλευτου (axiozíleftou) | αξιοζήλευτης (axiozíleftis) | αξιοζήλευτου (axiozíleftou) | αξιοζήλευτων (axiozílefton) | αξιοζήλευτων (axiozílefton) | αξιοζήλευτων (axiozílefton) | |
accusative | αξιοζήλευτο (axiozílefto) | αξιοζήλευτη (axiozílefti) | αξιοζήλευτο (axiozílefto) | αξιοζήλευτους (axiozíleftous) | αξιοζήλευτες (axiozíleftes) | αξιοζήλευτα (axiozílefta) | |
vocative | αξιοζήλευτε (axiozílefte) | αξιοζήλευτη (axiozílefti) | αξιοζήλευτο (axiozílefto) | αξιοζήλευτοι (axiozíleftoi) | αξιοζήλευτες (axiozíleftes) | αξιοζήλευτα (axiozílefta) |