αξιο- (axio-, “worthy, deserving”) + θρηνώ (thrinó, “to mourn, to lament”) + -τος (-tos). First attested 1852.
αξιοθρήνητος • (axiothrínitos) m (feminine αξιοθρήνητη, neuter αξιοθρήνητο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αξιοθρήνητος • | αξιοθρήνητη • | αξιοθρήνητο • | αξιοθρήνητοι • | αξιοθρήνητες • | αξιοθρήνητα • |
genitive | αξιοθρήνητου • | αξιοθρήνητης • | αξιοθρήνητου • | αξιοθρήνητων • | αξιοθρήνητων • | αξιοθρήνητων • |
accusative | αξιοθρήνητο • | αξιοθρήνητη • | αξιοθρήνητο • | αξιοθρήνητους • | αξιοθρήνητες • | αξιοθρήνητα • |
vocative | αξιοθρήνητε • | αξιοθρήνητη • | αξιοθρήνητο • | αξιοθρήνητοι • | αξιοθρήνητες • | αξιοθρήνητα • |