αξιολάτρευτος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αξιολάτρευτος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αξιολάτρευτος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αξιολάτρευτος in singular and plural. Everything you need to know about the word αξιολάτρευτος you have here. The definition of the word αξιολάτρευτος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαξιολάτρευτος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

αξιολάτρευτος (axiolátreftosm (feminine αξιολάτρευτη, neuter αξιολάτρευτο)

  1. adorable, lovable

Declension

Declension of αξιολάτρευτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αξιολάτρευτος (axiolátreftos) αξιολάτρευτη (axiolátrefti) αξιολάτρευτο (axiolátrefto) αξιολάτρευτοι (axiolátreftoi) αξιολάτρευτες (axiolátreftes) αξιολάτρευτα (axiolátrefta)
genitive αξιολάτρευτου (axiolátreftou) αξιολάτρευτης (axiolátreftis) αξιολάτρευτου (axiolátreftou) αξιολάτρευτων (axiolátrefton) αξιολάτρευτων (axiolátrefton) αξιολάτρευτων (axiolátrefton)
accusative αξιολάτρευτο (axiolátrefto) αξιολάτρευτη (axiolátrefti) αξιολάτρευτο (axiolátrefto) αξιολάτρευτους (axiolátreftous) αξιολάτρευτες (axiolátreftes) αξιολάτρευτα (axiolátrefta)
vocative αξιολάτρευτε (axiolátrefte) αξιολάτρευτη (axiolátrefti) αξιολάτρευτο (axiolátrefto) αξιολάτρευτοι (axiolátreftoi) αξιολάτρευτες (axiolátreftes) αξιολάτρευτα (axiolátrefta)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αξιολάτρευτος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αξιολάτρευτος, etc.)