αξονικός • (axonikós) m (feminine αξονική, neuter αξονικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αξονικός • | αξονική • | αξονικό • | αξονικοί • | αξονικές • | αξονικά • |
genitive | αξονικού • | αξονικής • | αξονικού • | αξονικών • | αξονικών • | αξονικών • |
accusative | αξονικό • | αξονική • | αξονικό • | αξονικούς • | αξονικές • | αξονικά • |
vocative | αξονικέ • | αξονική • | αξονικό • | αξονικοί • | αξονικές • | αξονικά • |