αξόρκιστος • (axórkistos) m (feminine αξόρκιστη, neuter αξόρκιστο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αξόρκιστος (axórkistos) | αξόρκιστη (axórkisti) | αξόρκιστο (axórkisto) | αξόρκιστοι (axórkistoi) | αξόρκιστες (axórkistes) | αξόρκιστα (axórkista) | |
genitive | αξόρκιστου (axórkistou) | αξόρκιστης (axórkistis) | αξόρκιστου (axórkistou) | αξόρκιστων (axórkiston) | αξόρκιστων (axórkiston) | αξόρκιστων (axórkiston) | |
accusative | αξόρκιστο (axórkisto) | αξόρκιστη (axórkisti) | αξόρκιστο (axórkisto) | αξόρκιστους (axórkistous) | αξόρκιστες (axórkistes) | αξόρκιστα (axórkista) | |
vocative | αξόρκιστε (axórkiste) | αξόρκιστη (axórkisti) | αξόρκιστο (axórkisto) | αξόρκιστοι (axórkistoi) | αξόρκιστες (axórkistes) | αξόρκιστα (axórkista) |