αξύπνητος • (axýpnitos) m (feminine αξύπνητη, neuter αξύπνητο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αξύπνητος (axýpnitos) | αξύπνητη (axýpniti) | αξύπνητο (axýpnito) | αξύπνητοι (axýpnitoi) | αξύπνητες (axýpnites) | αξύπνητα (axýpnita) | |
genitive | αξύπνητου (axýpnitou) | αξύπνητης (axýpnitis) | αξύπνητου (axýpnitou) | αξύπνητων (axýpniton) | αξύπνητων (axýpniton) | αξύπνητων (axýpniton) | |
accusative | αξύπνητο (axýpnito) | αξύπνητη (axýpniti) | αξύπνητο (axýpnito) | αξύπνητους (axýpnitous) | αξύπνητες (axýpnites) | αξύπνητα (axýpnita) | |
vocative | αξύπνητε (axýpnite) | αξύπνητη (axýpniti) | αξύπνητο (axýpnito) | αξύπνητοι (axýpnitoi) | αξύπνητες (axýpnites) | αξύπνητα (axýpnita) |