αοριστολογικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αοριστολογικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αοριστολογικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αοριστολογικός in singular and plural. Everything you need to know about the word αοριστολογικός you have here. The definition of the word αοριστολογικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαοριστολογικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

αοριστολογικός (aoristologikósm (feminine αοριστολογική, neuter αοριστολογικό)

  1. vague, hazy
    Synonym: αόριστος (aóristos)

Declension

Declension of αοριστολογικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αοριστολογικός (aoristologikós) αοριστολογική (aoristologikí) αοριστολογικό (aoristologikó) αοριστολογικοί (aoristologikoí) αοριστολογικές (aoristologikés) αοριστολογικά (aoristologiká)
genitive αοριστολογικού (aoristologikoú) αοριστολογικής (aoristologikís) αοριστολογικού (aoristologikoú) αοριστολογικών (aoristologikón) αοριστολογικών (aoristologikón) αοριστολογικών (aoristologikón)
accusative αοριστολογικό (aoristologikó) αοριστολογική (aoristologikí) αοριστολογικό (aoristologikó) αοριστολογικούς (aoristologikoús) αοριστολογικές (aoristologikés) αοριστολογικά (aoristologiká)
vocative αοριστολογικέ (aoristologiké) αοριστολογική (aoristologikí) αοριστολογικό (aoristologikó) αοριστολογικοί (aoristologikoí) αοριστολογικές (aoristologikés) αοριστολογικά (aoristologiká)