απάντρευτος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word απάντρευτος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word απάντρευτος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say απάντρευτος in singular and plural. Everything you need to know about the word απάντρευτος you have here. The definition of the word απάντρευτος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαπάντρευτος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

απάντρευτος (apántreftosm (feminine απάντρευτη, neuter απάντρευτο)

  1. unmarried, single
    Synonyms: άγαμος (ágamos), ανύπαντρος (anýpantros), ανύμφευτος (anýmfeftos)

Declension

Declension of απάντρευτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απάντρευτος (apántreftos) απάντρευτη (apántrefti) απάντρευτο (apántrefto) απάντρευτοι (apántreftoi) απάντρευτες (apántreftes) απάντρευτα (apántrefta)
genitive απάντρευτου (apántreftou) απάντρευτης (apántreftis) απάντρευτου (apántreftou) απάντρευτων (apántrefton) απάντρευτων (apántrefton) απάντρευτων (apántrefton)
accusative απάντρευτο (apántrefto) απάντρευτη (apántrefti) απάντρευτο (apántrefto) απάντρευτους (apántreftous) απάντρευτες (apántreftes) απάντρευτα (apántrefta)
vocative απάντρευτε (apántrefte) απάντρευτη (apántrefti) απάντρευτο (apántrefto) απάντρευτοι (apántreftoi) απάντρευτες (apántreftes) απάντρευτα (apántrefta)