From Byzantine Greek ἀπίστευτος (apísteutos); by surface analysis, α- (a-) + πιστεύω (pistévo) + -τος (-tos).
απίστευτος • (apísteftos) m (feminine απίστευτη, neuter απίστευτο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απίστευτος • | απίστευτη • | απίστευτο • | απίστευτοι • | απίστευτες • | απίστευτα • |
genitive | απίστευτου • | απίστευτης • | απίστευτου • | απίστευτων • | απίστευτων • | απίστευτων • |
accusative | απίστευτο • | απίστευτη • | απίστευτο • | απίστευτους • | απίστευτες • | απίστευτα • |
vocative | απίστευτε • | απίστευτη • | απίστευτο • | απίστευτοι • | απίστευτες • | απίστευτα • |