απαιδαγώγητος • (apaidagógitos) m (feminine απαιδαγώγητη, neuter απαιδαγώγητο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | απαιδαγώγητος (apaidagógitos) | απαιδαγώγητη (apaidagógiti) | απαιδαγώγητο (apaidagógito) | απαιδαγώγητοι (apaidagógitoi) | απαιδαγώγητες (apaidagógites) | απαιδαγώγητα (apaidagógita) | |
genitive | απαιδαγώγητου (apaidagógitou) | απαιδαγώγητης (apaidagógitis) | απαιδαγώγητου (apaidagógitou) | απαιδαγώγητων (apaidagógiton) | απαιδαγώγητων (apaidagógiton) | απαιδαγώγητων (apaidagógiton) | |
accusative | απαιδαγώγητο (apaidagógito) | απαιδαγώγητη (apaidagógiti) | απαιδαγώγητο (apaidagógito) | απαιδαγώγητους (apaidagógitous) | απαιδαγώγητες (apaidagógites) | απαιδαγώγητα (apaidagógita) | |
vocative | απαιδαγώγητε (apaidagógite) | απαιδαγώγητη (apaidagógiti) | απαιδαγώγητο (apaidagógito) | απαιδαγώγητοι (apaidagógitoi) | απαιδαγώγητες (apaidagógites) | απαιδαγώγητα (apaidagógita) |