απαιτητός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word απαιτητός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word απαιτητός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say απαιτητός in singular and plural. Everything you need to know about the word απαιτητός you have here. The definition of the word απαιτητός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαπαιτητός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

απαιτητός (apaititósm (feminine απαιτητή, neuter απαιτητό)

  1. due, demanded
  2. demandable, claimable

Declension

Declension of απαιτητός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απαιτητός (apaititós) απαιτητή (apaitití) απαιτητό (apaititó) απαιτητοί (apaititoí) απαιτητές (apaitités) απαιτητά (apaititá)
genitive απαιτητού (apaititoú) απαιτητής (apaititís) απαιτητού (apaititoú) απαιτητών (apaititón) απαιτητών (apaititón) απαιτητών (apaititón)
accusative απαιτητό (apaititó) απαιτητή (apaitití) απαιτητό (apaititó) απαιτητούς (apaititoús) απαιτητές (apaitités) απαιτητά (apaititá)
vocative απαιτητέ (apaitité) απαιτητή (apaitití) απαιτητό (apaititó) απαιτητοί (apaititoí) απαιτητές (apaitités) απαιτητά (apaititá)