απαλλοτριώσιμος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word απαλλοτριώσιμος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word απαλλοτριώσιμος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say απαλλοτριώσιμος in singular and plural. Everything you need to know about the word απαλλοτριώσιμος you have here. The definition of the word απαλλοτριώσιμος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαπαλλοτριώσιμος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

απαλλοτριώσιμος (apallotriósimosm (feminine απαλλοτριώσιμη, neuter απαλλοτριώσιμο)

  1. alienable, capable of being expropriated

Declension

Declension of απαλλοτριώσιμος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απαλλοτριώσιμος (apallotriósimos) απαλλοτριώσιμη (apallotriósimi) απαλλοτριώσιμο (apallotriósimo) απαλλοτριώσιμοι (apallotriósimoi) απαλλοτριώσιμες (apallotriósimes) απαλλοτριώσιμα (apallotriósima)
genitive απαλλοτριώσιμου (apallotriósimou) απαλλοτριώσιμης (apallotriósimis) απαλλοτριώσιμου (apallotriósimou) απαλλοτριώσιμων (apallotriósimon) απαλλοτριώσιμων (apallotriósimon) απαλλοτριώσιμων (apallotriósimon)
accusative απαλλοτριώσιμο (apallotriósimo) απαλλοτριώσιμη (apallotriósimi) απαλλοτριώσιμο (apallotriósimo) απαλλοτριώσιμους (apallotriósimous) απαλλοτριώσιμες (apallotriósimes) απαλλοτριώσιμα (apallotriósima)
vocative απαλλοτριώσιμε (apallotriósime) απαλλοτριώσιμη (apallotriósimi) απαλλοτριώσιμο (apallotriósimo) απαλλοτριώσιμοι (apallotriósimoi) απαλλοτριώσιμες (apallotriósimes) απαλλοτριώσιμα (apallotriósima)