απαντητικός • (apantitikós) m (feminine απαντητική, neuter απαντητικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | απαντητικός (apantitikós) | απαντητική (apantitikí) | απαντητικό (apantitikó) | απαντητικοί (apantitikoí) | απαντητικές (apantitikés) | απαντητικά (apantitiká) | |
genitive | απαντητικού (apantitikoú) | απαντητικής (apantitikís) | απαντητικού (apantitikoú) | απαντητικών (apantitikón) | απαντητικών (apantitikón) | απαντητικών (apantitikón) | |
accusative | απαντητικό (apantitikó) | απαντητική (apantitikí) | απαντητικό (apantitikó) | απαντητικούς (apantitikoús) | απαντητικές (apantitikés) | απαντητικά (apantitiká) | |
vocative | απαντητικέ (apantitiké) | απαντητική (apantitikí) | απαντητικό (apantitikó) | απαντητικοί (apantitikoí) | απαντητικές (apantitikés) | απαντητικά (apantitiká) |